- ραπτομηχανή
- η, Νμηχανή για ράψιμο υφασμάτων, ενδυμάτων, δερμάτων κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < ράπτω + μηχανή. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ραπτομηχανή — η μηχανή για ράψιμο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαζί — Κωμόπολη (υψόμ. 30 μ., 8.018 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μαλεβιζίου του νομού Ηρακλείου. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * το 1. είδος πυκνής και στερεάς ραφής που γίνεται με ραπτομηχανή ή με το χέρι 2. κέντημα 3. φρ. «με δουλεύει ψιλό γαζί»… … Dictionary of Greek
εφεύρεση — Επινόηση (δημιουργία) ενός αντικειμένου, που δεν υπήρχε στη φύση και το οποίο είναι κατάλληλο για να ικανοποιήσει καθορισμένες ανθρώπινες ανάγκες. Η ε. διαφέρει συνεπώς από την ανακάλυψη, η οποία, αντίθετα, είναι η αναγνώριση και η πιθανή… … Dictionary of Greek
ποδόπληκτρο — το, Ν 1. μουσ. μοχλός στο πιάνο, στο εκκλησιαστικό ὁργανο, στο αρμόνιο κ.ά. ὁργανα, που ενεργοποιείται με την κίνηση τού ποδιού 2. τεχνολ. μηχανισμός αποτελούμενος από ποδοκίνητη πλάκα που ταλαντεύεται περί οριζόντιο άξονα και από σύστημα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Λαογραφικό και Ιστορικό Αίγινας — Στεγάζεται από τον Ιούνιο του 1997 στον πρώτο όροφο του αρχοντικού του λαογράφου και συγγραφέα Παναγή Ηρειώτη (οδός Σπύρου Ρόδη). Η συλλογή του αποτελείται από παραδοσιακά ελληνικά έπιπλα του τέλους του 19ου αι., αντικείμενα οικιακής χρήσης και… … Dictionary of Greek
πέδιλο — Είδος ελαφρού υποδήματος που καλύπει το πέλμα και ελάχιστα το υπόλοιπο μέρος του ποδιού, είδος σανδάλου. Π. ονομάζεται και ένας μεταλλικός ή ξύλινος μοχλός με τον οποίο μπαίνει σε κίνηση με το πόδι, με τη βοήθεια ενός διωστήρα ή ενός στρόφαλου,… … Dictionary of Greek
Σίνγκερ, Ισαάκ Μέριτ — (Singer). Αμερικανός εφευρέτης (1811 1875). Εργάστηκε αρχικά σε μηχανουργεία, κυρίως στη Βοστώνη και το Λόκπορτ. Το 1839 εφεύρε ένα τρυπάνι και το 1851 τελειοποίησε στη Βοστώνη τη ραπτομηχανή. Δυο χρόνια αργότερα ίδρυσε στη Νέα Υόρκη εργοστάσιο… … Dictionary of Greek
γαζωτής — ο θηλ. ώτρια εργάτης ή εργάτρια που χειρίζεται ραπτομηχανή και γαζώνει υφάσματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαζώνω — γάζωσα, γαζώθηκα, γαζωμένος 1. ράβω στη ραπτομηχανή: Γάζωσα πολλά ρούχα από το πρωί. 2. μτφ., χτυπώ με πολυβόλο: Οι κακοποιοί γάζωσαν το φύλακα του εργοστασίου. 3. μτφ., πειράζω, κοροϊδεύω κάποιον χωρίς να το αντιλαμβάνεται: Οι συμμαθητές του τον … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σαΐτα — σαΐτα, η και σαγίτα, η (λ. λατ.) 1. βέλος τόξου: Χτύπησε το θήραμα με τη σαΐτα. 2. θήκη της κλωστής στον αργαλειό ή στη ραπτομηχανή: Πέτα, σαΐτα μου γοργή (δημ. τραγ.). 3. πλάστης ζυμώματος, πλαστήρι. 4. σαΐτα νερού, νεραύλακο. 5. είδος φιδιού. 6 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)